Translate

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

«Για όλα φταίνε οι γκόμενες»

«Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό καλά θα κάνει να σωπαίνει και για τον φασισμό».

Μαξ Χόρκχαϊμερ, (Φασισμός και καπιταλισμός)

Γράφει ο Νίκος Δινόπουλος
Ο μηχανισμός προπαγάνδας του αστικού μπλοκ εξουσίας στα τηλεοπτικά ΜΜΕ μπαίνει σε κίνηση από τα χαράματα. Τα καθημερινά πρωινάδικα «χαλκεία παραπληροφόρησης», προετοιμάζουν συστηματικά και με φροντίδα το έδαφος. Ακολουθούν τα μεσημεριανάδικα των «ωραίων, επιτυχημένων και πλούσιων» και κορυφώνεται στα βραδινά «δελτία ειδήσεων» και στα «ενημερωτικά πάνελ» στις πολιτικές εκπομπές των κορυφαίων προπαγανδιστών. Είναι «οι προβεβλημένοι μπροστινοί», οι προπαγανδιστές της υφιστάμενης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων που παριστάνουν τους δημοσιογράφους φορώντας τον υποκριτικό μανδύα του αντικειμενικού, αδέσμευτου, υπερκομματικού «υπηρέτη της ενημέρωσης» και υπερασπιστών των «κατατρεγμένων και αδυνάτων». Την ευγενή προπαγανδιστική προσπάθεια ενισχύουν καλλιτέχνες, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων και γενικά του πολιτισμού. Παρ’ ότι «δεν ασχολούνται με την πολιτική» υπερασπίζονται τα ιδεολογήματα και τα στερεότυπα του κυρίαρχου ιδεολογικού και πολιτικού λόγου του αστικού μπλοκ εξουσίας.
Δεν λείπουν «οι απλοί πολίτες και οι νέοι». Ακούγοντας -τους περισσότερους- να μιλούν για την κοινωνική γενοκτονία που συντελείται γύρω τους μένεις πραγματικά έκπληκτος για τον τρόπο που την κατανοούν και την ερμηνεύουν. Λίγο πολύ αναπαράγουν τα κυρίαρχα ιδεολογικά - πολιτικά στερεότυπα λες και δεν τους αγγίζει ή δεν βλέπουν γύρω τους ή ότι  ζουν σε κάποια άλλη χώρα. Γι αυτούς το ριζοσπαστικά νέο, η ρήξη με την ζοφερή πολιτική πραγματικότητα των εναλλασσόμενων κομμάτων του αστικού μπλοκ στην κυβερνητική εξουσία είναι το «όχι στα κόμματα, όχι σε όλα, όχι σε όλους» και ο απολιτικός λόγος των αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων» γενικά.
Οι προβεβλημένοι των ΜΜΕ και από τον μηχανισμό προπαγάνδας - χειραγώγησης της κοινωνίας του αστικού μπλοκ εξουσίας, επιστήμονες, διανοούμενοι, τεχνοκράτες, ειδικοί αναλυτές, στην πλειοψηφία τους -οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα-,είναι ευγενικοί, είναι γνώστες, ο πολιτικός τους λόγος είναι συγκροτημένος και κυρίως είναι μαχητές της «εθνικής ομοψυχίας», των «κοινών εθνικών συμφερόντων», ανιδιοτελείς υπερασπιστές της νομιμότητας και των θεσμών της χώρας και φανατικοί θιασώτες της «ανάπτυξης» και της «προόδου». Εξηγούν με απερίγραπτες νοητικές ακροβασίες πως όλα τα προηγούμενα χρόνια «ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας», «καταναλώναμε περισσότερα από όσα παράγαμε» και φυσικά «όλοι μαζί τα φάγαμε». Όμως τώρα το «πάρτι τελείωσε» και πρέπει να «καεί το λίπος» της εργατικής τάξης, των εργαζομένων, των συνταξιούχων...
Μπροστά σ’ αυτή την πρωτοφανή «κρίση του πολιτικού συστήματος», οφείλουμε -παρ’ όλες τις «βαριές θυσίες» που απαιτούνται- να «δουλέψουμε όλοι μαζί» για το «καλό της πατρίδας». Είναι μια ευκαιρία να γίνουμε δημιουργικοί, να ενισχυθεί η «υγιής επιχειρηματικότητα» -ειδικά των νέων-, να γίνουμε ευρωπαίοι. Η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι στη χώρα μας είναι «βολεμένοι τεμπέληδες», «προνομιούχοι συντεχνίτες» και σ’ αυτό πρέπει να δοθεί ένα τέλος. Πρέπει εν τέλει να αποδεχτούμε πως είμαστε «λαός διεφθαρμένος» και «κρατικοδίαιτος». Επιτέλους, «έχουμε πόλεμο»! Οφείλουμε να εφαρμόσουμε αναντίρρητα και σωστά τις εντολές των ιμπεριαλιστών τοκογλύφων της ΕΕ, γιατί η μη σωστή εφαρμογή τους και οι καθυστερήσεις είναι οι αιτίες της κοινωνικής γενοκτονίας που συντελείται και γι αυτό οι μνημονιακές πολιτικές έχουν αποτύχει.
Τι προσέφερε και τι προσφέρει η κυρίαρχη αστική τάξη και το αστικό μπλοκ εξουσίας στην αντιμετώπιση αυτής της πρωτοφανούς «κρίσης του πολιτικού συστήματος»; «Μήπως κατά τύχη η ατομική ιδιοχτησία, η καπιταλιστική εκμετάλλευση, η ταξική κυριαρχία, έπαψαν να υπάρχουν; Μήπως κατά τύχη, μέσα στο παροξυσμό του πατριωτισμού της η κυρίαρχη τάξη δήλωσε: «Σήμερα, δεδομένου ότι γίνεται πόλεμος και όσο καιρό διαρκέσει, τα μέσα παραγωγής: ακίνητα, εργοστάσια, βιομηχανίες, τα βάζουμε στη διάθεση της ολότητας, αρνιόμαστε να βγάλουμε κέρδος μόνο για μας τους ίδιους, παραιτούμαστε από όλα τα πολιτικά μας προνόμια και τα θυσιάζουμε όλα στο βωμό της πατρίδας όσο καιρό θα βρίσκεται σε κίνδυνο; […] Αλλά φυσικά τίποτα απ’ ολ’ αυτά δεν συνέβηκε. Αντίθετα, όλες οι σχέσεις ιδιοχτησίας, η εκμετάλλευση, η ταξική κυριαρχία, ακόμα και η ανυπαρξία των πολιτικών δικαιωμάτων του προλεταριάτου, […] παραμείνανε ανέπαφα»[ii].
Στο συγκροτημένο μετριοπαθή πολιτικό τους λόγο, η εκτεταμένη διαφθορά των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων του αστικού μπλοκ εξουσίας και των κομμάτων που άσκησαν και ασκούν κυβερνητική εξουσία, η εχθρική και ανάλγητη γραφειοκρατία στο δημόσιο που δημιούργησαν μένουν στο απυρόβλητο. Οποιαδήποτε προσπάθεια ανάδειξης των ευθυνών τους είναι αχρείαστη «παρελθοντολογία» και άγονη «κομματική» αντιπαράθεση. Γιατί δεν είναι τώρα η ώρα, μέσα στην παροξυνόμενη κρίση, να «πλήττουμε την εθνική ομοψυχία». Προσπερνούν συνειδητά τη σχέση αιτίου και αιτιατού (αιτίας και αποτελέσματος), γιατί είναι προφανές πως η εκμεταλλευτική σχέση κεφαλαίου - εργασίας παράγει  τις κοινωνικές συγκρούσεις, τις διαμαρτυρίες, τις αντιδράσεις, τους αγώνες, την ταξική πάλη της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και έτσι θα αναδειχτεί η πραγματική αιτία: ο εκμεταλλευτικός καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Χωρίς όμως να ψάχνουμε τις αιτίες και χωρίς να απαιτούμε ευθύνες, χωρίς να θίγουμε το κυρίαρχο αστικό μπλοκ εξουσίας και τις ευθύνες του για την παροξυνόμενη καπιταλιστική οικονομική κρίση, εν τέλει «για όλα φταίνε οι γκόμενες». Η απουσία πολιτικής θέσης γίνεται η κυρίαρχη πολιτική θέση που στηρίζει το υφιστάμενο καπιταλιστικό καθεστώς της εκμετάλλευσης και ενισχύει -συνειδητά ή όχι- τον κοινωνικό εκφασισμό.
Έτσι, εφόσον δεν αναγνωρίζουν την αιτία, εφόσον δεν υπάρχει αιτία, τότε και οι διαμαρτυρίες, οι αντιδράσεις, οι αγώνες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων είναι απαράδεκτα φαινόμενα και πλήττουν τη «δημοκρατία». Οι διαμαρτυρίες, τα συλλαλητήρια, οι απεργίες, η ταξική πάλη της εργατικής τάξης και των εργαζομένων πρέπει να αντιμετωπιστούν από το «κράτος του νόμου». Παρ’ ότι «καταδικάζουν τη βία απ’ όπου και να προέρχεται», η κτηνώδης βία του αστικού κράτους είναι επιβεβλημένη για τη «σωτηρία της χώρας». Για την «ασφάλεια του πολίτη» και της κοινωνίας πρέπει να επιβληθεί ο «νόμος και η τάξη». Με απύθμενη υποκρισία και αξιοθρήνητες σοφιστείες αθωώνουν και υπερασπίζονται τη βαναυσότητα των ΜΑΤ, τη βάρβαρη αντιμετώπιση από τις δυνάμεις καταστολής του αστικού κράτους όσων δεν αποδέχονται την ακινησία, την υποταγή στις ιδέες και την πολιτική τους και να καταστραφεί η ζωή τους αδιαμαρτύρητα.
Υποκρίνονται πολιτικά υστερόβουλα πως κατανοούν με συντριβή τη βαναυσότητα των μέτρων που επιβάλλονται, νοιώθουν τον απέραντο πόνο που προκαλούν, γι’ αυτό και  δηλώνουν με έμφαση την αλληλεγγύη τους στα θύματά τους, χωρίς όμως να απορρίπτουν, να καταδικάζουν την ασκούμενη πολιτική που εξαθλιώνει τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Έτσι επιχειρούν να εκτονώσουν την οργή, να αφοπλίσουν, να απονευρώσουν την απέχθεια που προκαλεί ο ανάλγητος ταξικός πολιτικός τους λόγος που στηρίζει τη μνημονιακή βαρβαρότητα. Με την υποκριτική πολιτική υστεροβουλία που ομιλούν, αποκαλύπτουν την αδιαφορία τους για την εξαθλίωση και τον πόνο των θυμάτων τους, και τη φροντίδα τους για την τελική δικαίωση των θυτών.
«Οι προβεβλημένοι μπροστινοί», οι προπαγανδιστές της υφιστάμενης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων εμφανίζονται ως αδέσμευτοι, αντικειμενικοί, ανεξάρτητοι και υπεράνω των υπαρκτών ταξικών συγκρούσεων που αναπόφευκτα γεννάει, αναπαράγει ο εκμεταλλευτικός καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Κι όμως αποδεικνύεται πως είναι φανατικά και οργανικά στρατευμένοι προπαγανδιστές της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων του καπιταλιστικού συστήματος.
***
Απορία: όσοι αρθρώνουν διαφορετικό πολιτικό λόγο και οι πολιτικοί εκπρόσωποι -με λίγες εξαιρέσεις- των κομμάτων που μάχονται και προτείνουν μια άλλη πολιτική, γιατί συμμετέχουν και δεν αντιδρούν σ’ αυτό το καταφανώς στημένο «παίγνιο παραπληροφόρησης»; Γιατί ανέχονται παθητικά την άνιση μεταχείριση, το προβοκάρισμα με «δήθεν ερωτήσεις» και την προσβλητική τελικά αντιμετώπισή τους; Γιατί τέλος ανέχονται το προβοκάρισμα, τη γελοιοποίηση και τον ευτελισμό των πολιτικών θέσεων του κόμματος που εκπροσωπούν από τους «προβεβλημένους μπροστινούς»;
***
Ο Φρειδερίκος Έγκελς είπε κάποτε και παραμένει επίκαιρο:
«Η αστική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σ’ ένα δίλλημα: ή πέρασμα στο σοσιαλισμό ή ξανακατρακύλισμα της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα».
Νίκος Δ.


[i]Στίχος από το δίσκο του Δήμου Μούτση «Ενέχυρο» -1983- και το τραγούδι «Οι γκόμενες».
[ii] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Εργατική Τάξη και ο Πόλεμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου